TITLsinitta-leunen-G25JESFXybQ-unsplash

Πώς η άτυπη φροντίδα δημιουργεί έμφυλες ανισότητες;

Κατηγορίες: Άρθρα

Γράφει η Ελπινίκη Παναγιωτοπούλου 


Φροντίδα – γένους θηλυκού;

Η φροντίδα αποτελεί σημαντική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατανέμεται στην κοινωνία αντικατοπτρίζει τις έμφυλες ανισότητες. Ειδικά όταν πρόκειται για την άτυπη φροντίδα, δηλαδή τη μη αμειβόμενη φροντίδα που παρέχεται σε μέλη της οικογένειας ή του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, οι γυναίκες επιβαρύνονται δυσανάλογα σε σχέση με τους άνδρες.

Στην Ευρώπη, η ανεπίσημη φροντίδα αποτελεί κατά κύριο λόγο ευθύνη των γυναικών. Η υφιστάμενη πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικεντρώνεται στη μείωση αυτών των ανισοτήτων μέσω της βελτίωσης των υπηρεσιών φροντίδας και της προώθησης της ισότιμης κατανομής των καθηκόντων ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι γυναίκες, ωστόσο, συνεχίζουν να αφιερώνουν διπλάσιο χρόνο σε σχέση με τους άνδρες στη φροντίδα παιδιών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ισότητα στην απασχόληση και στην επαγγελματική εξέλιξη. 

Ας μιλήσουμε με νούμερα

Σύμφωνα με στοιχεία της EIGE, το 70% των γυναικών με παιδιά εργάζονται, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες είναι 84%. Επιπλέον, το 38% των γυναικών που εργάζονται είναι part time, ποσοστό που πέφτει στο 19% για τους άνδρες. Αυτές οι διαφορές έχουν και μακροχρόνιες συνέπειες, όπως είναι -για παράδειγμα- το χάσμα στις συντάξεις, το οποίο προκύπτει από την μειωμένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και τη συχνή μείωση ωρών εργασίας. Ειδικά για τις μητέρες μικρών παιδιών, η έμφυλη ανισότητα στις ευθύνες φροντίδας σημαίνει πως αντιμετωπίζουν τόσο μεγάλες δυσκολίες στην εξισορρόπηση της επαγγελματικές και προσωπικής τους ζωής, που πολλές επιλέγουν να μείνουν στο σπίτι ως κύρια απασχόληση.

Επιπλέον, μεγάλη πρόκληση αποτελεί και η μακροχρόνια παροχή φροντίδας (LTC) σε ηλικιωμένα άτομα ή σε άτομα με αναπηρία. Σύμφωνα με στοιχεία από το European Institute for Gender Equality (EIGE), το 21% των γυναικών ηλικίας 50-64 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει αυτή την άτυπη φροντίδα σε ηλικιωμένους ή άτομα με αναπηρία, τουλάχιστον αρκετές ημέρες την εβδομάδα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες είναι 11%. Αυτό υποδηλώνει ότι οι γυναίκες σε αυτή την ηλικιακή ομάδα έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αναλάβουν τέτοιου είδους φροντίδα σε σύγκριση με τους άνδρες. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη, όχι μόνο λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε επίσημες υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας, αλλά και εξαιτίας της ανεπαρκούς δημόσιας χρηματοδότησης για τέτοιες υπηρεσίες, καθώς και της απουσίας ευέλικτων πολιτικών στήριξης των φροντιστ(ρι)ών – όπως άδειες φροντίδας ή επιδόματα. Το αποτέλεσμα είναι πως μεγάλο μέρος της φροντίδας καταλήγει να παρέχεται άτυπα, με τις γυναίκες να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος. 

Σύμφωνα με την έκθεση, το 34% των γυναικών που παρέχουν μακροχρόνια φροντίδα δηλώνουν ότι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις απαιτούμενες υπηρεσίες, όπως η επαγγελματική κατ’ οίκον φροντίδα, η χρήση δομών ημερήσιας φιλοξενίας, τα γηροκομεία ή οι εξειδικευμένες υγειονομικές υπηρεσίες. Αυτό το εμπόδιο είναι ιδιαίτερα αισθητό στις αγροτικές περιοχές, όπου η έλλειψη υποδομών φροντίδας επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις γυναίκες.

Η Ελλάδα ακολουθεί την ίδια τάση, με την παροχή φροντίδας να έχει έντονο φύλο: το 52,3% των γυναικών ηλικίας 18-64 παρέχει καθημερινή φροντίδα, ενώ μόλις το 34,6% των ανδρών συμμετέχει αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Ιδιαίτερα στις ηλικίες 25-49 ετών, διαβάζουμε στην έρευνα, το 60,5% των γυναικών αναλαμβάνει καθήκοντα φροντίδας σε αντίθεση με το 39,6% των ανδρών, το οποίο συνεπάγεται με λιγότερες ευκαιρίες, περισσότερη πίεση και εξουθένωση για τον γυναικείο πληθυσμό. 

Μια ακόμη σημαντική παράμετρος για την ισότητα των φύλων που αξίζει να αναφερθεί αποτελεί και η χρήση της γονικής άδειας όπου στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η φροντίδα είναι γένους θηλυκού. Η εμπειρία της πανδημίας ανέδειξε με σαφήνεια αυτή την ανισότητα: Το 49% των γυναικών δήλωσε ότι η φροντίδα επηρέασε αρνητικά την εργασία τους, σε αντίθεση με μόλις το 15% των ανδρών. Η πρόσφατη έρευνα του WHEN για την χρήση γονικών αδειών επιβεβαίωσε αυτά τα ευρήματα: το 47% των ερωτώμενων πατέρων δήλωσαν πως δεν έχουν κάνει καμία χρήση γονικής άδειας, ενώ το 12% των γυναικών και το 27% των ανδρών συμφωνούν με την άποψη ότι, όταν εργάζονται και οι δύο γονείς, την κύρια ευθύνη για τη φροντίδα των παιδιών θα πρέπει να βαραίνει τη γυναίκα γεγονός που ενισχύει την κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη περί έμφυλων ρόλων.Τα ποσοστα αυτά δείχνουν ότι τα έμφυλα στερεότυπα παραμένουν ισχυρά και ότι η φροντίδα συνεχίζει να θεωρείται κυρίως ευθύνη των γυναικών.

Ποιες είναι οι γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την φροντίδα;

Η παροχή προσβάσιμων και οικονομικά προσιτών υπηρεσιών φροντίδας αποτελεί βασική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μείωση των ανισοτήτων. Η χρήση επίσημων υπηρεσιών φροντίδας, όπως τα κέντρα παιδικής φροντίδας (ECEC), έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τις ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών και διευκολύνει τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Ανάμεσα στις πολιτικές που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για την μείωση των ανισοτήτων, βρίσκουμε τους αναθεωρημένους στόχους της Βαρκελώνης, σύμφωνα με τους οποίους, μέχρι το 2030, τουλάχιστον το 45% των παιδιών κάτω των 3 και το 96% των παιδιών 3-6 ετών πρέπει να έχουν πρόσβαση σε επίσημες υπηρεσίες φροντίδας. Σημαντική πρωτοβουλία αποτελεί και οδηγία για την ισορροπία Εργασίας & Ζωής (2019), η οποία προωθεί την ισότητα των φύλων μέσω της άδειας πατρότητας, της γονικής άδειας, της άδειας φροντιστή και των ευέλικτων μορφών εργασίας.

Η φροντίδα δεν είναι και δεν πρέπει να είναι αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση. Η δίκαιη κατανομή των ευθυνών φροντίδας, η βελτίωση της πρόσβασης σε προσβάσιμες και οικονομικά προσιτές υπηρεσίες φροντίδας και η προώθηση πολιτικών ισότητας είναι απαραίτητα βήματα για μια κοινωνία ίσων ευκαιριών.